Παρασκευή 16 Ιανουαρίου 2009

Δευτέρα, 5 Ιανουάριος 2009

Ο πονηρος τεμπελης

Δεν πηγε ουτε μια μερα στο χωραφι. Δεν ηξερε τι θα πει να σπερνεις ουτε και να τσαπιζεις ουτε και με το οργωμα ειχε καλες σχεσεις.
Αγανακτισμενοι λοιπον οι συνχωριανοι του, σε καποιες παραμυθενιες εποχες που η αυτοδικια ηταν αποδεκτη, αποφασισαν να τον ξαποστειλουν.
Τον εβαλαν, λοιπον μεσα σε ενα τσουβαλι και πηγαν να τον πνιξουν στο Στρυμωνα ποταμο.
Διπλα στον Στρυμωνα αφησαν το σακκι με τον ατυχο αναρωτωμενοι αν αυτο που πηγαιναν να κανουν ηταν σωστο. Αποφασισαν τοτε να απευθυνθουν και σε καποιον πολυπραγμωνα που καποτε ειχε ταξιδεψει μεχρι τις Σερρες και κατι παραπανω θα ηξερε απο αυτους που ποτε τους δεν ειχαν παει πιο μακρια απο το διπλανο χωριο και απο τα χωραφια τους.
Μονος και απελπισμενος μεσα στο τσουβαλι περιμενε τη αποφαση του του ειδημονα που καποτε ειχε παει στα Σερρας
Διεξοδο στην κατασταση του εδωσε η ιδεα που του γεννηθηκε στο μυαλο οταν ακουσε τους ηχους κουδουνιων απο απο καποιο διερχομενο κοπαδι.
'' Δεν την παιρνω, δεν την θελω΄' ακουστηκε η φωνη του μεσα απο το σακκι που ηταν κλεισμενος, αποσκοποντας να ακουστει οχι απο το κοπαδι αλλα απο τον ηγετη αυτου, τον αμοιρο βοσκο.
''Ποια ειναι αυτη που δεν την θελεις, ποια ειναι αυτη που δεν την παιρνεις;'' ακουστηκε στα αυτια του η λυτρωτικη φωνη του γιδοβοσκου.
''Βγαλε με πατριωτη και θα σου τα πω ολα''
Με μεγαλη χαρα ανταλλαξε την θεση του ο αφελης βοσκος με τον πανουργο συντοπιτη του οταν αυτος του ειπε οτι τον προξενευαν την κορη του αρχοντα της περιοχης και αυτος επειδη δεν την ηθελε βγηκε αποφαση να τον ριξουν στο ποταμι για να τον πνιξουν.
Τοση ηταν η χαρα του θυματος που πανω στη εξαψη, που του ετυχε τετοιο λαχειοτου χαρισε και τις λιγες λιρες που φυλαγε για μια ωρα αναγκης καθως επισης και τον γαιδαρο του και το κοπαδι του.
Στην επιστροφη τους οι χωριανοι απορημενοι ακουγαν μεσα απο το τσουβαλι τις απελπισμενες κραυγες του αμοιρου, πλην πονηρου γιδοβοσκου που ωρυοταν οτι τωρα πια την θελει και οτι την παιρνει.
Με ησυχη την συνειδηση τους, μετα την εγκριση και του ειδημονα, απολαμβαναν το καφεδακι τους στο καφενειο της πλατειας, οταν απο μακρια ακουστηκαν τα κουδουνια των ζωων να επιστρεφουν απο την ημερησια βοσκη τους.
Εκπληκτοι εμειναν οταν ειδαν αυτον που ηγειτο του κοποδιου να ειναι αυτος που λιγο νωριτερα νομισαν οτι ειχαν ριξει στα απατα του ποταμιου.
Η εκπληξη τους μεγαλωσε οταν τους ειπε οτι δεν τον εριξαν αρκετα βαθια ουτως ωστε να καταφερει να συνγκεντρωσει περισσοτερα ζωντανα.
Η ιστορια μας τελειωνει με το πνιξιμο ολων αυτων που προσπαθησαν να ξεκανουν τον πονηρο συντοπιτη τους.
Απο την πλεονεξια τους να μαζεψουν και οι ιδιοι οσο το δυνατον μεγαλυτερο κοπαδι, ριχνονταν στον ποταμο οσο πιο βαθια μπορουσαν και οι ηχοι απο τις μπουρμπουλιθρες που εβγαζαν εκανε ακομη πιο πολλους να πεφτουν μην τυχον και δεν προλαβουν να μαζεψουν προβατα.
0 σχόλια

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναγνώστες

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Συνεργάτες