Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2009

Ενα ακομη παραμυθι

Για ποιος ξερει ποια φορα γυρισε τις τσεπες του αναποδα σημερα. Μα και αλλες τοσες να τις γυριζε παλι το αποτελεσμα το ιδιο θα ηταν με ολες τις προηγουμενες.
Δεν υπηρχε μεσα κατι το οποιο θα του εδινε την πολυτελεια ενος πιατου με μεζε για να συνοδευσει το τσιπουρακι του στο καφενειο της πλατειας διπλα στην ζεστασια του τζακιου.
Το μυαλο του θολομενο απο την ανεχεια, αδεια η ψυχη του και ανυποφορη η γκρινια της οικογενειας του απο την ανεχεια.
Δοκιμασε κατα καιρους να δουλεψει αλλα ολο και κατι θα γινοταν και θα τα παρατουσε.
Δεν τοχε απο μικρος. Ο πατερας αρχοντας φροντιζε παντα να μην του λειπει τιποτα. Η περιουσια που τουχει αφησει εξανεμιστηκε σχετικα γρηγορα σε διασκεδασεις και σε κεινα που ομορφαινουν την ζωη και στελνουν ταξιδι μακρινο την πληξη.
Πανε τωρα αυτα περασαν οπως περασαν απο τα χερια του και φυγανε ολα τα λεφτα απο το ξεπουλημα των πατρικων χωραφιων και των ζωντανων.
Η μοναδικη περιουσια που του απομεινε τωρα πια ειναι ο κυρ Μητσος ενας συμπαθεστατος γαιδαρακος. Και αυτον θα τον ειχε ξεφορτωθει αν υπηρχε μουστερης να τον αγορασει.
Οσες προσπαθειες κι αν εκανε να τον ξεπουλησει αποτελεσμα δεν ειχαν.
Με μαυρες σκεψεις να τον κατακλυζουν σουλατσαριζε στην πλατεια εξω απο τον καφενε κατω απο το πλατανι. με την κρυφη ελπιδα πως καποιος θα του εκανε το ωριστε να τον τραταρει κανενα τσιπουρακι.
Ματαια ομως. Οτι ηταν να κεραστει ηδη το κεραστηκε, κανεις δεν τον ηθελε κοντα του κανεις δεν ανοιγε μαζι του παρτιδες.
Με ολα αυτα να στριφογυριζουν στο μυαλο του κινησε για το σπιτι. Περνωντας εξω απο τον σταυλο και διπλα απο το παχνι που μασουλουσε ο κυρ Μητσος ο γαιδαρος το χορταρακι του με βουλιμια κατι ειδε να ψαχουλευει η γυναικα του. Στην αρχη δεν εδωσε σημασια, αλλα μετα και οσο περνουσε η ωρα κατι αρχισε να του τρωει το μυαλο και μη μπορωντας αλλο να κρατηθει ειπε να ριξει μια ματια σε αυτο που η γυναικα του ψαχουλευε.
Με αδημονια κατεβασε απο τον πλαινο τοιχο εκει που ενωνεται με την σκεπη ενα τενεκεδενιο μικρο κουτι. Με χερια που ετρεμαν και βαζοντας λιγη δυναμη το ανοιξε, και πηρε απο μεσα ενα μικρο πανινο δεματακι δεμενο πολυ σφιχτα. Σαν μανιακος, γιατι αρχισε να καταλαβαινει τι ηταν δεμενο στο πανακι το ξετυλιξε και η λαμψη απο τον χρυσο του τυφλωσε οχι μονο τα ματια αλλα και το μυαλο. Οι λιρες που καλα φυλαγμενες ειχε η γυναικα του απο τον γαμο τους για τοσα και τοσα χρονια ηταν εδω στα χερια του ζεστες και αστραφτερες αλλη μια αποδειξη του ποσο αυτος ηταν διαφορετικος απο τον πατερα του, ενα κειμηλιο που η κακομοιρη γυναικα μαλλον δεν καταφερε να διαφυλαξει αποτελεσματικα απο την εξοντωτικη μανια του.
Την ιδια μερα στο μικρο μαγαζακι που σερβιρε ολα τα ελεη του θεου, αυτος ο αθλιος τεμπελης κερασε ολους τους συνχωριανους του, στηνοντας ταυτοχρονα και το πανουργο του σχεδιο.
Ξοδευοντας ασυστολα και πληρωνοντας με ατοφιο χρυσαφι εκανε τους παντες να αναρωτιουνται που βρηκε τις χρυσες λιρες.
Χωρις να δωσει σαφεις εξηγησεις τους αφησε να βραζουν στο ζουμι τους. Την αλλη μερα και ενω τα κουτσομπολια και οι ψιθυροι δυναμωσαν πηρε τον κυρ Μητσο τον γαιδαρο του και αφου πρωτα του εβαλε στον πισινο του οσες λιρες εκλεψε απο το μελλον των παιδιων του, και της αμοιρης γυναικας του πηγαινοντας στην πλατεια εδεσε το σχοινι που εσερνε το φτωχο ζωντανο στον πλατανο.
Ολα ηταν ετοιμα για την παρασταση που θα εδινε. Ανοιγοντας την πορτα του μικρου καφενε ολοι οι ψιθυροι για το προσωπο του, σταματησαν με μιας. Με υφος φωναξε τον κεφετζη να δωσει σε ολους μεζεδες και τσιπουρα, για να κερασει αυτος την στιγμη που ολα τα βλεμματα ηταν στραμμενα πανω του.
Τα επιφωνηματα θαυμασμου ακουστηκαν δυνατα. Ηπαγιδα ηταν ετοιμη και περιμενε το μεγαλο θυμα να πεσει μεσα.
Προσποιουμενος οτι δεν κραταει πανω του χρηματα βγηκε παλι εξω να φερει λεγοντας οτι ηταν η ωρα του γαιδαρου να βγαλει την λιρα απο τον πισινο του.
Η περιεργεια δεν βγαινει παντα σε καλο. Αλλα ομως αυτη ηταν που εκανε ολους τους θαμωνες του καφενειου να πεταχτουν εξω και να δουν αν αυτες οι μπουρδες που αραδιαζε αυτος ο αχρηστος ειναι αληθινες.
Φτανοντας κοντα στο ζωο εσκυψε στο ενα απο τα μεγαλα του αυτια και φανηκε σαν κατι να του ψυθιριζει. Φερνοντας την βουκεντρα του εδωσε μια απαλα στο μαλακο μερος του γλουτου. Ενοχλημενο το ζωο και ζορισμενο αφησε να πεσει απο τον ποπο του μια απο τις χρυσες λιρες που προηγουμενως ειχε τοποθετησει ο πανουργος χωριατης.
Εκστασιασμενοι και μηνπιστευοντας στα ματια τους οι αφελεις χωρικοι πλησιασαν και αμμεσως εκδηλωσαν ενδιαφερον για την αγορα του ζωου που πριν λιγο καιρο απαξιουσαν να αγορασουν.
Η συνεχεια ειναι λιγο πολυ αναμενομενη. Ο μεγαλυτερος και ο πλουσιοτερος πλειοδοτης καταφερε να πεισει τον πονηρο και αεριτζη χωριατη να πουλησει τον γαιδαρο του εναντι αδρου τιμηματος.
Οπως ειναι φυσικο το ζωντανο μη μπορωντας να ανταποκριθει στις απαιτησεις του νεου του ιδιοκτητη εγινε η αιτια να διμηουργησει η λαικη σκεψη εναν αλλο μυθο που καπου αλλου τον ειχα γραψει.
Οτι μπορουσα εκανα για να αποδωσω καλυτερα αυτο το παραμυθι που παρολα τα χρονια που περασαν, απο τοτε που μου το αφηγηθηκε ο παππους μου με την απαραμιλλη ρητορεια του, δεν το ξεχασα και μαλλον δεν θα το ξεχασω ποτε ουτε φυσικα και τον παππου μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναγνώστες

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Συνεργάτες